- φλογερός
- -ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. αυτός που έχει το χρώμα τής φλόγας, ερυθρός2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).επίρρ...φλογερώς και φλογερά Ν1. με φλογερό τρόπο2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.